ἐπολοφύρεσθαι

ἐπολοφύρεσθαι
ἐπολοφύ̱ρεσθαι , ἐπί-ὀλοφύρομαι
lament
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επολοφύρομαι — ἐπολοφύρομαι (Α) [ολοφύρομαι] θρηνώ, οδύρομαι για κάτι («ἐπολοφύρεσθαι ταῑς τῆς πατρίδος συμφοραῑς», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”